- ετερόμετρος
- (I)οαρθρόγαστρο, σκορπιός τής Ινδό-Μαλαισίας.————————(II)ἑτερόμετρος, -ον (Α)(για στίχο) αυτός που έχει διαφορετικό μέτρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑτερόμετρον — ἑτερόμετρος of different metre masc/fem acc sg ἑτερόμετρος of different metre neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερομετρία — ἑτερομετρία, ἡ (Α) [ετερόμετρος] (στην ποίηση) η διαφορά τών μέτρων τών στίχων, στίχοι με διαφορετικά μέτρα … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek